- αρχίνημα
- και αρχίνισμα, τοη αρχή, η έναρξη.[ΕΤΥΜΟΛ. αρχίνημα < αρχινώαρχίνισμα < αρχινίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άναρχος — η, ο (AM ἄναρχος, ον) 1. αυτός που δεν εξουσιάζεται, δεν έχει αρχηγό 2. αυτός που δεν έχει αρχή, αρχίνημα 3. το ουδ. ως ουσ. το άναρχον η αναρχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αρχος < άρχω. ΠΑΡ. αναρχία, νεοελλ. αναρχούμαι] … Dictionary of Greek
αρχίζω — και αρχινώ ( άω) και αρχινίζω (Μ ἀρχίζω και ἀρχινῶ [ άω] και ἀρχινίζω) 1. (για γεγονός ή χρονικό διάστημα) βρίσκομαι στην αρχή, στην έναρξη («άρχισαν οι ζέστες», «αρχίνησε ο πόλεμος») 2. κάνω αρχή έργου ή πράξης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρχίζω < αρχή ή… … Dictionary of Greek
ξεκίνημα — το 1. εκκίνηση 2. έναρξη δράσης, αρχή, αρχίνημα … Dictionary of Greek
τρισάναρχος — ον, Μ (για τον Θεό) ο πράγματι άναρχος, ο μόνος άναρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἄναρχος «αυτός που δεν έχει αρχηγό, αυτός που δεν έχει αρχίνημα»] … Dictionary of Greek
αρχίζω — και αρχινώ και αρχεύω άρχισα, αρχίνησα και άρχεψα, αρχίστηκα, αρχισμένος και αρχινημένος 1. μτβ., κάνω αρχή κάποιας πράξης, βάζω εμπρός: Συνήθως τέτοιαν ώρα αρχίζω τη δουλειά μου. 2. αμτβ., βρίσκομαι στην αρχή: Όπου να ναι, αρχίζει ο χειμώνας.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)